Το κόκκινο παπούτσι


Καλοκαίρι του 1975. Εκείνη τη χρονιά, περνούσαμε,

η φίλη μου και εγώ, τις φοιτητικές μας διακοπές στα Δωδεκάνησα. Το παιχνίδι μας ήταν, όταν αποβιβαζόμασταν σε κάποιο καινούργιο νησί, να ψάχνουμε στο χάρτη τα ιδανικά μέρη, τα πιο ωραία τοπία, στο τέρμα κάποιου σοκακιού, με μικρό οικισμό και πρόσβαση στη θάλασσα. Χαρούμενοι αν δεν βρίσκαμε, όποτε φτάναμε εκεί, κάποιο αναπόφευκτο φορτηγό βολκσβάγκεν με τους μαλλιαρούς Γερμανούς ή Ολλανδούς ξανθούς του επιβάτες που θα μας είχε προλάβει.

Στην Κάλυμνο είχαμε εντοπίσει έναν απ’αυτούς τους

μακρόστενους βραχώδεις ορμίσκους από τους οποίους διακρίνεται το ανάγλυφο του νησιού. Πως θα φτάναμε στο βάθος της στενής και απόκρημνης οπής. Ελλείψει γραμμής λεωφορείου, έπρεπε να καταφύγουμε στο οτοστόπ, που ήταν ο τρόπος ταξιδιού της μόδας. Γρήγορα σταμάτησε ένα αυτοκινητάκι πρόσφατου μοντέλου, που γυάλιζε λες και είχε γλυτώσει την καλοκαιρινή σκόνη που σκέπαζε τα πάντα. Ο οδηγός, αμίλητος, μας κοίταξε πίσω από τα γυαλιά ηλίου του, έπειτα μας έγνεψε να μπούμε. Καθώς δεν υπήρχε άλλος δρόμος, προφανώς θα μας οδηγούσε στον προορισμό μας. Χαιρετιστήκαμε, και στη διάρκεια της διαδρομής στην ενδοχώρα, μας αποκάλυψε σιγά σιγά ποιος ήταν. Μόλις είχε γυρίσει στο χωριό από το Σικάγο όπου είχε ζήσει μέχρι τότε. Η οικογένειά του ήταν από το χωριό όπου μας πήγαινε. Διασχίσαμε ακόμα ένα μικρό κάμπο φυτεμένο απ’άκρου εις άκρο με καταπράσινες πορτοκαλιές και φτάσαμε στο τέρμα της πορείας μας.

Bγαίνοντας από το αμάξι, ο οδηγός μας ξεδιπλώθηκε

και στεκόταν μπροστά μας, μ’ένα λεπτό χαμόγελο στο στόμα του. Ήταν μικρόσωμος, ψηλός, ίσως εικοσιπεντάρης, με πυκνά κοντά καστανά μαλλιά και το εφαρμοστό του μπουφάν έδειχνε κάποια αναζήτηση κομψότητας. Άπλωσε το χέρι του στην κατεύθυνση της κοντινής μικρής παραλίας, σαν να ήθελε να μας παρουσιάσει το βασίλειό του. Η θέα ήταν αληθινά εντυπωσιακή. Κόκκινα και γκρίζα απόκρημνα βράχια έπεφταν μέσα στη θάλασσα και όριζαν μία στενή γλώσσα θάλασσας. Στο βάθος του εαυτού μου, ένιωθα όμως λίγη απογοήτευση :

μου έλλειπε η προοπτική προς τα ανοιχτά, προς τον θαλασσινό ορίζοντα.

Φαινόταν σαν κλειστό το μέρος, με την αυστηρότητα των γυμνών βράχων του, την μολύβδινη απόχρωση του νερού που ερχόταν να πεθάνει στην ερημική με βότσαλα παραλία του.

Μας προσκάλεσε στο σπίτι του. Μας πήγε με αποφασισμένο

και κοφτό βάδισμα μέχρι ένα αρκετά μεγάλο διώροφο σπίτι, κτισμένο από τοπικούς εμφανείς λίθους ώχρας και στεγασμένο με κόκκινα κεραμίδια. Διασχίσαμε ένα μακρύ άδειο διάδρομο που οι πλαϊνές πόρτες του ήταν κλειστές, εκτός μίας. Από το μισό άνοιγμα που άφηνε διέκρινα περνώντας μορφές καθισμένων φαντασμάτων&nbsp:προφανώς άχρηστα έπιπλα, σκεπασμένα από λευκά σεντόνια. Άνοιξε την τελευταία πόρτα και μπήκαμε μέσα σ’ένα μεγάλο δωμάτιο που έπρεπε να είναι αρχικά μια τραπεζαρία, στη θέση όμως του οικογενειακού τραπεζιού, δέσποζε στη μέση ένα μικρό κουτσό τραπεζάκι με τέσσερεις ξεπατωμένες καρέκλες, χωρίς όμως να πετυχαίνει να διαλύσει την εντύπωση κενού. Η μυρωδιά της σκόνης ανέβαινε από τις ραγισμένες σανίδες του παρκέ και σου γαργαλούσε τη μύτη.

Ο οικοδεσπότης μας μας προσέφερε μπίρες. Εξαιτίας του

μισού σκοταδιού που κυρίαρχε στο εσωτερικό, είχε βγάλει τα γυαλιά ηλίου του όταν δρασκέλισε το κατώφλι, ώστε τώρα, γύρω από το τραπεζάκι, μπορούσαμε να συζητήσουμε κοιτώντας τον στα μάτια. Παράξενα το βλέμμα του δεν ταίριαζε με την εικόνα του εαυτού που ήθελε να παρουσιάσει πριν. Τα κάστανα μάτια του εξέφραζαν ένα ασταθές μείγμα υπερηφάνειας και έλλειψης αυτοπεποίθησης, όπως το διακρίνεις συχνά στο βάθος του βλέμματος των εφήβων. Το αγαπημένο του θέμα ήταν το Σικάγο.

Αδύνατο να τον κάνεις να μιλήσει για το νησί, για τις δραστηριότητές του και τα σχέδιά του εδώ, πάντα επανερχόταν εκεί, στη μεγάλη πόλη, στα θαύματα της αμερικανικής ζωής.

Καμάρωνε μπροστά μας, που ήμασταν ξένοι τουρίστες, σαν να ήθελε να μας εντυπωσιάσει. Άρχισα να υποθέσω ότι είχε κουράσει πρώτα τους συμπατριώτες του με τις πόζες του, και τώρα προσπαθούσε να κατακτήσει ένα ανανεωτικό κοινό. Το πιο περίεργο ήταν ότι δεν πρόβλεπε, απ’ό,τι φαινόταν, να γυρίσει στον παράδεισο του δυτικού πολιτισμού, αλλά αντίθετα να παραμείνει ακόμα στην γη των προγόνων του.

Ξαφνικά σηκώθηκε και εξαφανίστηκε μέσα στον διάδρομο.

Όταν γύρισε, κρατούσε στα δυο χέρια του ένα χάρτινο κουτί. Το ακούμπησε προσεκτικά στο τραπεζάκι, το άνοιξε αργά και έβγαλε απ’αυτό ένα μακρόστενο αντικείμενο που ήταν τυλιγμένο σε μεταξωτό χαρτί. Αφού αφαίρεσε με λεπτότητα το προστατευτικό φύλλο, μας παρουσίασε το τελευταίο εγχείρημά του, την οριστική απόδειξη της αριστείας του way of life στο Σικάγο :

ένα γυναικείο δερμάτινο παπούτσι χρώματος λαμπερό κόκκινο, μια γόβα με πολύ ψηλό τακούνι.

Μας εξήγησε ενθουσιασμένος ότι το είχε φέρει προκειμένου να το προσφέρει στην κοπέλα που θα’βρισκε εδώ, στην Ελλάδα.

Φανταστικό! Στα γαλλικά έχουμε μια στερεότυπη έκφραση που λέει

«βρήκε παπούτσι για το πόδι του/της» μιλώντας για έναν άνθρωπο που έχει συναντήσει το κατάλληλο άτομο για να παντρευτεί. Εκείνος ο τύπος έψαχνε το ακριβώς αντίθετο: ένα πόδι για το παπούτσι του!

Άρχισα να νιώθω ενόχληση, κυρίως αφού επιπλέον

είχα προσέξει κάποιες λοξές ματιές του συνομιλητή μας προς την φίλη μου. Σηκώθηκα χαμογελώντας και τον αποχαιρέτησα όσο το πιο δυνατό ευγενικά. Μας συνόδεψε λίγα βήματα έξω και φτάνοντας στη μικρή παραλία μας έδειξε στην άκρη της ένα κοντό πέτρινο φράγμα που προχωρούσε μέσα στο νερό και υποδεχόταν με τους κρίκους του μερικές πολύχρωμες βαρκούλες. Ανάμεσα στα παραδοσιακά σκάφη, ξεχώριζε ένα κατάλευκο μικρό ταχύπλοο. Ο άνθρωπος του Σικάγο μας ανακάλυψε περήφανα ότι ήταν δικό του, και μπορούσε να φτάσει με αυτό μέχρι τον Πειραιά, πετώντας από ένα νησί σε άλλο, λαμβάνοντας υπόψη τις μετεωρολογικές συνθήκες.

Έπειτα μας άφησε στην ακτή, επιβιβάστηκε στο σκάφος του, έλυσε τα σχοινιά και πετάχτηκε προς το βραχώδες τείχος που έκλεινε την θέα, στην κατεύθυνση των ανοιχτών.

Εδώ τελειώνει η ιστορία.

Δεν γύρισα ποτέ στην Κάλυμνο.

Δεν θα μάθετε αν το πατρικό σπίτι έχει ξαναβρεί τα ωραία παραδοσιακά έπιπλά του, αν έχει ξαναγεμίσει με παιδικές φωνές και τρεξίματα, και με μυρωδιές φαγητών.

Αν έχει συνεχίσει το πριγκιπάκι του Σικάγο να τριγυρίζει από ένα νησί σε άλλο, σε αναζήτηση της σύγχρονής του Σταχτοπούτας,

Και μάλιστα αν έχει βρει το κόκκινο παπούτσι, το κατάλληλό του πόδι.

Jean-Marie Réveillon (Από την εφημερίδα “Μία Λέξη Για Έναν Λόγο”, 2019)

  

  

  

  

Accueil Blog eMail

  

  

Voir également

Submit a Comment

Votre adresse de messagerie ne sera pas publiée. Les champs obligatoires sont indiqués avec *

Lexi-Logos Facebook Page Lexi-Logos Facebook Page Lexi-Logos Youtube Chanel Lexi-Logos Youtube Chanel
Blog Accueil contact

T.+30 210 33.11.602 - M.+30 69 76 67 33 95
info@lexi-logos.gr
fr_FR